ἠλεκτροφόρα

ἠλεκτροφόρα
ἠλεκτροφόρος
amber-bearing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροφόρα ζώα — Τα ζώα που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό όπως τα ψάρια νάρκη, γυμνόνωτος, φαλοπτέρουρος, διάφορα ημίπτερα της οικογένειας των παρονυχιδών κ.ά. Τα περισσότερα η.ζ. είναι ψάρια και έχουν την πηγή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθως πίσω από τα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρος — α, ο 1. αγωγός του ηλεκτρισμού: Ηλεκτροφόρα καλώδια. 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό: Υπάρχουν πολλά ηλεκτροφόρα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anatropi — Ανατροπή …   Википедия

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… …   Dictionary of Greek

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροβιογένεση — Η παραγωγή ηλεκτρισμού από ζωντανούς οργανισμούς. Το φαινόμενο αυτό ήταν ήδη γνωστό (ηλεκτροφόρα ψάρια), αλλά καθορίστηκε και ποσοτικά με τις έρευνες του Ντι Μπουά Ρεϊμόν, του Ντ’ Αρσονβάλ και του Μαρέ. Ο Ντ’ Αρσονβάλ μάλιστα υπολόγισε την τάση… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”